owe
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | owe |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | owes |
| αόριστος | owed |
| παθητική μετοχή | owed |
| ενεργητική μετοχή | owing |
Ρήμα
owe (en)
- χρωστάω, οφείλω, πρέπει να πληρώσω κάποιον για κάτι που έχω ήδη λάβει ή να επιστρέψω χρήματα που έχω δανειστεί
- ↪ You owe me 100 euros.
- Μου χρωστάς 100 ευρώ.
- ↪ How much do I owe you?
- Πόσα σας οφείλω;
- ↪ You owe me 100 euros.
- χρωστάω, οφείλω, νιώθω ότι πρέπει να κάνω κάτι για κάποιον ή να του δώσω κάτι, ειδικά επειδή έχει κάνει κάτι για μένα
- ↪ I owe you an explanation/apology.
- Σας χρωστώ μια εξήγηση/συγγνώμη.
- ↪ I owe you many thanks for your help.
- Σας οφείλω θερμές ευχαριστίες για τη βοήθειά σας.
- ↪ I owe you an explanation/apology.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.