χρυσόσκονη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρυσόσκονη | οι | χρυσόσκονες |
| γενική | της | χρυσόσκονης | των | χρυσόσκονων |
| αιτιατική | τη | χρυσόσκονη | τις | χρυσόσκονες |
| κλητική | χρυσόσκονη | χρυσόσκονες | ||
| Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾiˈso.sko.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σό‐σκο‐νη
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ασημόσκονη
- → και δείτε τις λέξεις χρυσός και σκόνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.