ασημόσκονη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασημόσκονη οι ασημόσκονες
      γενική της ασημόσκονης των ασημόσκονων
    αιτιατική την ασημόσκονη τις ασημόσκονες
     κλητική ασημόσκονη ασημόσκονες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασημόσκονη < ασημό- + σκόνη

Ουσιαστικό

ασημόσκονη θηλυκό

  • λεπτή, μεταλλική σκόνη με ασημένιο χρώμα που αναμειγνύεται με κολλητικό υγρό και χρησιμεύει στην επαργύρωση αντικειμένων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.