χρυσωρυχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρυσωρυχείο τα χρυσωρυχεία
      γενική του χρυσωρυχείου των χρυσωρυχείων
    αιτιατική το χρυσωρυχείο τα χρυσωρυχεία
     κλητική χρυσωρυχείο χρυσωρυχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φωτογραφία από χρυσωρυχείο στην Αυστραλία στα 1951

Ετυμολογία

χρυσωρυχείο < (ελληνιστική κοινή) χρυσωρυχεῖον ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά gold mine ή γαλλικά mine d'or)

Ουσιαστικό

χρυσωρυχείο ουδέτερο

  1. ορυχείο χρυσού
    Η νοτιοαφρικανική μεταλλευτική εταιρεία Gold Fields, της οποίας ένα χρυσωρυχείο κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ έχει παραλύσει επί 15ήμερο εξαιτίας γενικής απεργίας, ανακοίνωσε την Τρίτη πως οι κινητοποιήσεις έχουν επεκταθεί και σε άλλο ορυχείο που εκμεταλλεύεται, στο κέντρο της χώρας. (*)
  2. (μεταφορικά) προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα ή ενασχόληση
    Η Ελλάδα είναι χρυσωρυχείο για επενδύσεις στον τουρισμό (*)
    Χρυσωρυχείο η εκτροφή σαλιγκαριών (*)
  3. (μεταφορικά) τόπος, πρόσωπο ή κατάσταση απ' τα οποία αντλούμε πολύτιμα και ενδιαφέροντα στοιχεία
    Η περιοχή είναι πραγματικό... χρυσωρυχείο για τους επιστήμονες, που ανακάλυψαν 1.068 νέα είδη τη δεκαετία 1997-2007. (*)

Συγγενικά

  • για την εξήγηση της χρήσης του -ω- αντί του -ο- βλέπε το Παράρτημα: Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.