χρυσωρυχεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χρυσωρυχεῖον | τὰ | χρυσωρυχεῖᾰ |
| γενική | τοῦ | χρυσωρυχείου | τῶν | χρυσωρυχείων |
| δοτική | τῷ | χρυσωρυχείῳ | τοῖς | χρυσωρυχείοις |
| αιτιατική | τὸ | χρυσωρυχεῖον | τὰ | χρυσωρυχεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | χρυσωρυχεῖον | χρυσωρυχεῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρυσωρυχείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χρυσωρυχείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρυσωρυχεῖον < αρχαία ελληνική χρυσ(ός) + ὀρύσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χρυσωρυχεῖον ουδέτερο (χρῡσωρῠχεῖον)
- (ελληνιστική κοινή) χρυσωρυχείο, μεταλλείο χρυσού
- ※ Τὰ δὲ μέταλλα νυνὶ μὲν οὐχ ὁμοίως ἐνταῦθα σπουδάζεται διὰ τὸ λυσιτελέστερα ἴσως εἶναι τὰ ἐν τοῖς ὑπεραλπείοις Κελτοῖς καὶ τῇ ᾿Ιβηρίᾳ, πρότερον δὲ ἐσπουδάζετο, ἐπεὶ καὶ ἐν ᾿Ουερκέλλοις χρυσωρυχεῖον ἦν (Στράβων, 'Γεωγραφικά, 5, 1, 12)
Πηγές
- χρυσωρυχεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρυσωρυχεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.