χρυσοκονδυλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρυσοκονδυλιά | οι | χρυσοκονδυλιές |
| γενική | της | χρυσοκονδυλιάς | των | χρυσοκονδυλιών |
| αιτιατική | τη | χρυσοκονδυλιά | τις | χρυσοκονδυλιές |
| κλητική | χρυσοκονδυλιά | χρυσοκονδυλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρυσοκονδυλιά < μεσαιωνική ελληνική χρυσοκονδυλιά[1] < αρχαία ελληνική χρυσός + μεσαιωνική ελληνική κοντύλι < ελληνιστική κοινή κονδύλιον < αρχαία ελληνική κόνδῠλος
Ουσιαστικό
χρυσοκονδυλιά θηλυκό
- (αγιογραφία, ζωγραφική) διακοσμητική παρέμβαση σε αγιογραφία, εικόνα, χειρόγραφο κ.λπ. με χρυσό χρώμα ή χρυσόσκονη
Μεταφράσεις
χρυσοκονδυλιά
|
|
Αναφορές
- χρυσοκονδυλιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.