χρονολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρονολογημένος | η | χρονολογημένη | το | χρονολογημένο |
| γενική | του | χρονολογημένου | της | χρονολογημένης | του | χρονολογημένου |
| αιτιατική | τον | χρονολογημένο | τη | χρονολογημένη | το | χρονολογημένο |
| κλητική | χρονολογημένε | χρονολογημένη | χρονολογημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρονολογημένοι | οι | χρονολογημένες | τα | χρονολογημένα |
| γενική | των | χρονολογημένων | των | χρονολογημένων | των | χρονολογημένων |
| αιτιατική | τους | χρονολογημένους | τις | χρονολογημένες | τα | χρονολογημένα |
| κλητική | χρονολογημένοι | χρονολογημένες | χρονολογημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρονολογημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χρονολογώ
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.