χρονοδιάγραμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρονοδιάγραμμα τα χρονοδιαγράμματα
      γενική του χρονοδιαγράμματος των χρονοδιαγραμμάτων
    αιτιατική το χρονοδιάγραμμα τα χρονοδιαγράμματα
     κλητική χρονοδιάγραμμα χρονοδιαγράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονοδιάγραμμα < χρονο- + διάγραμμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική timetable) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾo.noˈðʝa.ɣɾa.ma/ & /xɾo.noˈði̯a.ɣɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρονοδιάγραμμα

Ουσιαστικό

χρονοδιάγραμμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.