χρονοδιάγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρονοδιάγραμμα | τα | χρονοδιαγράμματα |
| γενική | του | χρονοδιαγράμματος | των | χρονοδιαγραμμάτων |
| αιτιατική | το | χρονοδιάγραμμα | τα | χρονοδιαγράμματα |
| κλητική | χρονοδιάγραμμα | χρονοδιαγράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρονοδιάγραμμα < χρονο- + διάγραμμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική timetable) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾo.noˈðʝa.ɣɾa.ma/ & /xɾo.noˈði̯a.ɣɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νο‐δι‐ά‐γραμ‐μα
Ουσιαστικό
χρονοδιάγραμμα ουδέτερο
- κατάλογος ή πίνακας προθεσμιών της κάθε φάσης ενός έργου, ενός σχεδίου, κλπ.
Μεταφράσεις
Αναφορές
- χρονοδιάγραμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.