φαλιμέντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φαλιμέντο | τα | φαλιμέντα |
| γενική | του | φαλιμέντου | των | φαλιμέντων |
| αιτιατική | το | φαλιμέντο | τα | φαλιμέντα |
| κλητική | φαλιμέντο | φαλιμέντα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαλιμέντο < ιταλική fallimento < fallire + -mento
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φαλιρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.