φαλίρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαλίρισμα τα φαλιρίσματα
      γενική του φαλιρίσματος των φαλιρισμάτων
    αιτιατική το φαλίρισμα τα φαλιρίσματα
     κλητική φαλίρισμα φαλιρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαλίρισμα < φαλιρίζω

Ουσιαστικό

φαλίρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

 δείτε τις λέξεις χρεωκοπία και πτώχευση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.