χραίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χραίνω < αρχαία ελληνική χραίνω
Σημειώσεις
- ρήμα με λίγους τύπους πια, με παρατατικό έχραινα. Είχε εξαρχής διττή σημασία στην αρχαία ελληνική ραντίζω, σταλάζω και μολύνω (δεν είχε αποκλειστικά αρνητική σημασία) και καθώς συνυπήρχε με το χρίω στα ελληνιστικά χρόνια και στο μεσαίωνα, έμεινε η κακή έννοια στο χραίνω και η καλή στο χρίω και σήμερα πια κυρίως στο χρίζω. Εντούτοις σε μερικές περιοχές εξακολουθεί να "κλέβει" από το χρίζω την έννοια του ραντίζω και αλείφω.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
χραίνω
- αγγίζω ελαφρά, αλείφω, επιχρίω
- συχνάζω, συγχρωτίζομαι,
- ὀλιγάκις ἄστυ κἀγορᾶς χραίνων κύκλον : δεν πολυσύχναζε στην αγορά (Ευριπίδης, Ορέστης, 919)
- στάζω, ραίνω, γεμίζω
- ἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς χωρεῖ, κονίει, πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸς χραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνων: Γιατί ο στρτατός πάνοπλος των Αργείων τώρα κοντοζυγώνει, επλάκωσε, τους κάμπους χραίνει ο άσπρος αφρός σταλάζοντας απ' των αλόγων το φυσομάνημα (Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, απόδοση Ιωάννης Γρυπάρης)
- καπνῷ δὲ χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπαν : γεμίζει η πόλη από κάπνα (απ' τις φωτιές) (Αισχύλος)
- μιαίνω, μολύνω, μολύνομαι (ειδικά το παθητικό)
- χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ
- αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα γαῖα
- μηδὲ χραίνεσθαι πόλιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.