ραίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ραίνω < αρχαία ελληνική ῥαίνω
Ρήμα
ραίνω
- σκορπίζω κάτι απαλά, πάνω σε κάποιον ή κάτι
- ραίνω με άνθη, με σταγόνες
- πιο ήπιο, ευγενικό ρήμα για το ραντίζω, το οποίο χρησιμοποιείται και για χημικά
- βρέχω υγραίνω
- οι πρόσφυγες τα φίλησαν, τα έραναν με δάκρυα πικραμένα κι έφυγαν γυμνωμένοι, καιγόταν η ψυχούλα τους, ήτανε νικημένοι
- ...ήρωες που έραναν με το αίμα τους κάθε σπιθαμή της ελληνικής γής
- (οικείο) (ειρωνικό) λούζω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.