χερμάς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χερμάς < συγγενές του αρχαιότερου χερμάδιον, ίσως < χέραδος ή χείρ


Ουσιαστικό

χερμάς-άδος θηλυκό

  • μεγάλο βότσαλο ή πέτρα για βολή, αλλά και γενικά πέτρες, π.χ. στην παραλία
  • τηλεβόλος χερμάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.