χόνδρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χόνδρος οι χόνδροι
      γενική του χόνδρου των χόνδρων
    αιτιατική τον χόνδρο τους χόνδρους
     κλητική χόνδρε χόνδροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χόνδρος < αρχαία ελληνική χόνδρος (σβώλος από κάτι που δεν έχει αλεστεί πλήρως και χόνδρος με τη σημερινή έννοια)

Ουσιαστικό

χόνδρος αρσενικό

  1. (ανατομία) στερεός αλλά ελαστικός ιστός στις αρθρώσεις πολλών ζώων
  2. ιστός που αποτελεί ολόκληρο το ερειστικό σύστημα οργανισμών οι οποίοι δεν διαθέτουν οστέινο σκελετό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.