χόνδρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χόνδρος | οι | χόνδροι |
| γενική | του | χόνδρου | των | χόνδρων |
| αιτιατική | τον | χόνδρο | τους | χόνδρους |
| κλητική | χόνδρε | χόνδροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χόνδρος < αρχαία ελληνική χόνδρος (σβώλος από κάτι που δεν έχει αλεστεί πλήρως και χόνδρος με τη σημερινή έννοια)
Ουσιαστικό
χόνδρος αρσενικό
Συγγενικά
- χονδρογένεση
- χονδροποίηση
- χόνδρινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.