χουνέρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χουνέρι | τα | χουνέρια |
| γενική | του | χουνεριού | των | χουνεριών |
| αιτιατική | το | χουνέρι | τα | χουνέρια |
| κλητική | χουνέρι | χουνέρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Σπάνιες οι γενικές πτώσεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χουνέρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική هنر (huner) (τουρκική hüner[1]) < περσική هنر (honar, δεξιοτεχνία, τέχνη) [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xuˈne.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χου‐νέ‐ρι
Ουσιαστικό
χουνέρι ουδέτερο
- χνέρι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
|
|
|
|
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αναφορές
- hüner - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- χουνέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «χουνέρι» ως λαϊκ. (λαϊκό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.