κάζο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάζο | τα | κάζα |
| γενική | του | κάζου | των | κάζων |
| αιτιατική | το | κάζο | τα | κάζα |
| κλητική | κάζο | κάζα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάζο < (άμεσο δάνειο) ιταλική caso < λατινική cāsus < cado < πρωτοϊταλική *kadō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱad- (πέφτω). Δεν σχετίζεται με το καζίκι (από τα τουρκικά).
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.