χοριοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοριοειδής η χοριοειδής το χοριοειδές
      γενική του χοριοειδούς* της χοριοειδούς του χοριοειδούς
    αιτιατική τον χοριοειδή τη χοριοειδή το χοριοειδές
     κλητική χοριοειδή(ς) χοριοειδής χοριοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοριοειδείς οι χοριοειδείς τα χοριοειδή
      γενική των χοριοειδών των χοριοειδών των χοριοειδών
    αιτιατική τους χοριοειδείς τις χοριοειδείς τα χοριοειδή
     κλητική χοριοειδείς χοριοειδείς χοριοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χοριοειδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χοριοειδής[1] < χόριον + εἶδος

Προφορά

ΔΦΑ : /xo.ɾi.o.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χοριοηδής

Επίθετο

χοριοειδής,-ής, -ές

  • (ανατομία) που θυμίζει το χόριο

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.