χόριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χόριον | τὰ | χόριᾰ |
| γενική | τοῦ | χορίου | τῶν | χορίων |
| δοτική | τῷ | χορίῳ | τοῖς | χορίοις |
| αιτιατική | τὸ | χόριον | τὰ | χόριᾰ |
| κλητική ὦ! | χόριον | χόριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χορίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χορίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
χόριον < αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
χόριον ουδέτερο
- (στον πληθυντικό, γαστρονομία) → δείτε τη λέξη χόρια (στον Αριστοφάνη)
- (ελληνιστική σημασία : ανατομία)
- ο πλακούντας, ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο
- η μεμβράνη που περιβάλλει το αυγό
- ο υμένας, ο χιτώνας που περιβάλλει και προστατεύει το μάτι
Συγγενικά
Πηγές
- χόριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χόριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.