χοιροστάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χοιροστάσιο τα χοιροστάσια
      γενική του χοιροστασίου
& χοιροστάσιου
των χοιροστασίων
    αιτιατική το χοιροστάσιο τα χοιροστάσια
     κλητική χοιροστάσιο χοιροστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χοίρος σε χοιροστάσιο

Ετυμολογία

χοιροστάσιο < (καθαρεύουσα) χοιροστάσιον, χοῖρ(ος) + -ο- + -στάσιο

Ουσιαστικό

χοιροστάσιο ουδέτερο

  1. εγκατάσταση για την εκτροφή χοίρων / γουρουνιών
  2. (μεταφορικά) μέρος πάρα πολύ βρόμικο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.