χοιροστάσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χοιροστάσιο | τα | χοιροστάσια |
| γενική | του | χοιροστασίου & χοιροστάσιου |
των | χοιροστασίων |
| αιτιατική | το | χοιροστάσιο | τα | χοιροστάσια |
| κλητική | χοιροστάσιο | χοιροστάσια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

χοίρος σε χοιροστάσιο
Ετυμολογία
- χοιροστάσιο < (καθαρεύουσα) χοιροστάσιον, χοῖρ(ος) + -ο- + -στάσιο
Ουσιαστικό
χοιροστάσιο ουδέτερο
- εγκατάσταση για την εκτροφή χοίρων / γουρουνιών
- (μεταφορικά) μέρος πάρα πολύ βρόμικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.