περιφρονητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιφρονητής οι περιφρονητές
      γενική του περιφρονητή των περιφρονητών
    αιτιατική τον περιφρονητή τους περιφρονητές
     κλητική περιφρονητή περιφρονητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιφρονητής < μεσαιωνική ελληνική < περιφρονώ

Ουσιαστικό

περιφρονητής αρσενικό

  1. αυτός που περιφρονεί κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.