χιτωνίσκος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
χιτωνίσκος
<
υποκοριστικό
της λέξης
χιτών
Ουσιαστικό
χιτωνίσκος
-ου
αρσενικό
κοντός χιτώνας (ίσως ο
ανδρικός
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.