χιουμορίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιουμορίστας οι χιουμορίστες
      γενική του χιουμορίστα των χιουμοριστών
    αιτιατική τον χιουμορίστα τους χιουμορίστες
     κλητική χιουμορίστα χιουμορίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χιουμορίστας < χιουμορ(ιστής) + -ίστας, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική humourist[1] < humour + -ist (χιούμορ + -ίστας)

Ουσιαστικό

χιουμορίστας αρσενικό

  1. το άτομο που διαθέτει πνεύμα, χιούμορ και προκαλεί στους γύρω του καλή διάθεση με έξυπνα αστεία
  2. (σε επιθετική λειτουργία)
    ο χιουμορίστας συγγραφέας

Συνώνυμα

  • χιουμοριστής (λόγιο)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.