χιουμορίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χιουμορίστας | οι | χιουμορίστες |
| γενική | του | χιουμορίστα | των | χιουμοριστών |
| αιτιατική | τον | χιουμορίστα | τους | χιουμορίστες |
| κλητική | χιουμορίστα | χιουμορίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χιουμορίστας αρσενικό
Συνώνυμα
- χιουμοριστής (λόγιο)
Συγγενικά
- χιούμορ
- χιουμοριστής
- χιουμοριστικός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- χιουμορίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.