humour

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

humour (en) (βρετανική γραφή)

  • (μη μετρήσιμο) το χιούμορ, η ιδιότητα του να είναι αστείος· η ικανότητα να γελάω με πράγματα που είναι αστεία
    You have a good sense of humour.
    Έχεις πολύ χιούμορ.
    He has no sense of humour (at all).
    Δεν έχει καθόλου χιούμορ.
    She doesn’t have much of a sense of humour.
    Δεν έχει πολύ χιούμορ.
    It’s no time for humour.
    Δεν είναι ώρα για χιούμορ.
    His remarks are full of humour.
    Η κουβέντα του είναι γεμάτη χιούμορ.

  • humor (αμερικανική γραφή)

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /y.muʁ/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
humour humours

humour (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.