σκιέρ
Νέα ελληνικά (el)

βουνοπλαγιά γεμάτη με σκιέρ στο Τιρόλο της Αυστρίας

σκιέρ στη Μελβούρνη της Αυστραλίας
Ετυμολογία
- σκιέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική skieur
Προφορά
- ΔΦΑ : /sciˈeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐έρ
Ουσιαστικό
σκιέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.