χηλή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χηλή οι χηλές
      γενική της χηλής των χηλών
    αιτιατική τη χηλή τις χηλές
     κλητική χηλή χηλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χηλή < αρχαία ελληνική χηλή

Προφορά

ΔΦΑ : /çiˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χηλή

Ουσιαστικό

χηλή θηλυκό

  1. (ανατομία) άκρη εξωτερικού οργάνου.
  2. (ζωολογία) το νύχι μερικών ζώων
  3. (ζωολογία) η δαγκάνα των καβουριών, αστακών κ.ά.
  4. η οπλή
  5. (γεωγραφία) προεξοχή γης που εισχωρεί στη θάλασσα (φυσική ή τεχνητή), προβλήτα, μώλος

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χηλή < χαίνω

Ουσιαστικό

χηλή θηλυκό

  1. οπλή ζώου
  2. νύχι
  3. βελόνα για πλέξιμο διχτυών, σαγίττα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.