Χηλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Χηλή | οι | Χηλές |
| γενική | της | Χηλής | των | Χηλών |
| αιτιατική | τη | Χηλή | τις | Χηλές |
| κλητική | Χηλή | Χηλές | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χηλή < χηλή
Προφορά
- ΔΦΑ : /çiˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χη‐λή
-
Χηλή στη Βικιπαίδεια

-
Χηλή Εύβοιας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.