Χηλή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χηλή οι Χηλές
      γενική της Χηλής των Χηλών
    αιτιατική τη Χηλή τις Χηλές
     κλητική Χηλή Χηλές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χηλή < χηλή

Προφορά

ΔΦΑ : /çiˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χηλή

Κύριο όνομα

Χηλή θηλυκό

  1. πόλη της Τουρκίας
  2. χωριό της Εύβοιας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.