μώλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μώλος | οι | μώλοι |
| γενική | του | μώλου | των | μώλων |
| αιτιατική | τον | μώλο | τους | μώλους |
| κλητική | μώλε | μώλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μώλος < → δείτε τη λέξη μόλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μώ‐λος
Ουσιαστικό
μώλος αρσενικό
- άλλη γραφή του μόλος
- ※ Στο «Παλαιό» λιμάνι, η θέση του οποίου συμπίπτει με του αρχαίου λιμένα, εντοπίστηκε αρχαίος κυματοθραύστης επί του οποίου σώζεται τμήμα μώλου βυζαντινών χρόνων (Αρχαιολογικόν δελτίον, τόμος 67, μέρος 2, τεύχος 2, 2012, σελ. 853)
Μεταφράσεις
μώλος
|
→ δείτε τη λέξη μόλος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.