χελώνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χελώνιον | τὰ | χελώνιᾰ |
| γενική | τοῦ | χελωνίου | τῶν | χελωνίων |
| δοτική | τῷ | χελωνίῳ | τοῖς | χελωνίοις |
| αιτιατική | τὸ | χελώνιον | τὰ | χελώνιᾰ |
| κλητική ὦ! | χελώνιον | χελώνιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χελωνίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χελωνίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χελώνιον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χελώνιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- κέλυφος χελώνας
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλαύδιος Αιλιανός, Περὶ ζῴων ἰδιότητος, Βιβλίον ιζ΄, 3
- τάς γε μὴν χελώνας εἶναι τοσαύτας τὸ χελώνιον, ὡς χωρεῖν μεδίμνους Ἀττικοὺς καὶ ἓξ αὐτό.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλαύδιος Αιλιανός, Περὶ ζῴων ἰδιότητος, Βιβλίον ιζ΄, 3
- κέλυφος καβουριού
- ※ 10ος κε αιώνας ⌘ Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 4.Τ.311 @scaife.perseus
- ἢ ὅτι Ἀϲϲερίνα τόποϲ ἐν Τενέθω, ἔνθα ποταμίϲκοϲ, ἐν ῷ καρκίνοι τὰ χελώνια διηρθρωμένα ἐπὶ πλεῖον ἔχοντεϲ καὶ πελέκει ἐμφερῆ.
- ※ 10ος κε αιώνας ⌘ Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 4.Τ.311 @scaife.perseus
- τοξωτό μέρος της πλάτης
- (στον πληθυντικό αριθμό) μύες της πλάτης
- τμήμα γερανού στο οποίο περιστρέφεται ο άξονας
- μέρος μιας μηχανής άρδευσης
- ένα είδος τόξου
- νόμισμα της Τενέδου όπου απεικονίζεται μία χελώνα
Συγγενικά
- χελώνη
- γερροχελώνη
- ὁπλοχελώνη
- χελιχελώνη
- χελών
- χελωνάριον
- χελώνειον
- χελωνία
- χελώνινος
- χελωνίς
- χελωνοειδής
- χελωνοφάγος
- χελωνός
Πηγές
- χελώνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.