νευροχειρουργική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροχειρουργική οι νευροχειρουργικές
      γενική της νευροχειρουργικής των νευροχειρουργικών
    αιτιατική τη νευροχειρουργική τις νευροχειρουργικές
     κλητική νευροχειρουργική νευροχειρουργικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νευροχειρουργική < νευρο- + χειρουργική, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική neurochirurgie < αρχαία ελληνική νεύρον + χειρουργία [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.vɾo.çi.ɾuɾ.ʝiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευροχειρουργική
ομόηχο: νευροχειρουργικοί

Ουσιαστικό

νευροχειρουργική θηλυκό

  • (ιατρική) ειδικότητα για τη χειρουργική αντιμετώπιση παθήσεων που προσβάλλουν οποιοδήποτε τμήμα του νευρικού συστήματος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις νεύρο, χειρουργική και χειρουργός

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νευροχειρουργική

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.