χειροτονημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειροτονημένος | η | χειροτονημένη | το | χειροτονημένο |
| γενική | του | χειροτονημένου | της | χειροτονημένης | του | χειροτονημένου |
| αιτιατική | τον | χειροτονημένο | τη | χειροτονημένη | το | χειροτονημένο |
| κλητική | χειροτονημένε | χειροτονημένη | χειροτονημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειροτονημένοι | οι | χειροτονημένες | τα | χειροτονημένα |
| γενική | των | χειροτονημένων | των | χειροτονημένων | των | χειροτονημένων |
| αιτιατική | τους | χειροτονημένους | τις | χειροτονημένες | τα | χειροτονημένα |
| κλητική | χειροτονημένοι | χειροτονημένες | χειροτονημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειροτονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χειροτονώ
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.