impétueux

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

impétueux < δημώδης λατινική impetuosus < impetus, ορμή, επίθεση

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛ̃.pe.tɥø/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό impétueux impétueux
θηλυκό impétueuse impétueuses

impétueux (fr) αρσενικό

  1. ορμητικός, χειμαρρώδης
    Un torrent impétueux. - Ένας ορμητικός χείμαρρος.
  2. που φέρεται γρήγορα και βίαια
    Un orateur impétueux. - Ένας χειμαρρώδης ρήτορας.

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.