χειλαράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειλαράς η χειλαρού το χειλαράδικο
      γενική του χειλαρά της χειλαρούς του χειλαράδικου
    αιτιατική τον χειλαρά τη χειλαρού το χειλαράδικο
     κλητική χειλαρά χειλαρού χειλαράδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειλαράδες οι χειλαρούδες τα χειλαράδικα
      γενική των χειλαράδων των χειλαρούδων των χειλαράδικων
    αιτιατική τους χειλαράδες τις χειλαρούδες τα χειλαράδικα
     κλητική χειλαράδες χειλαρούδες χειλαράδικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα '-άς', Κατηγορία όπως «χορευταράς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χειλαράς < χείλ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.laˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χειλαράς

Επίθετο

χειλαράς, -ού, -άδικο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.