χειλαρού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειλαρού οι χειλαρούδες
      γενική της χειλαρούς των χειλαρούδων
    αιτιατική τη χειλαρού τις χειλαρούδες
     κλητική χειλαρού χειλαρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειλαρού, θηλυκό του χειλαράς

Ουσιαστικό

χειλαρού θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.