χαρτοφυλάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτοφυλάκιο τα χαρτοφυλάκια
      γενική του χαρτοφυλακίου
& χαρτοφυλάκιου
των χαρτοφυλακίων
    αιτιατική το χαρτοφυλάκιο τα χαρτοφυλάκια
     κλητική χαρτοφυλάκιο χαρτοφυλάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτοφυλάκιο < ελληνιστική κοινή χαρτοφυλάκιο < χαρτοφύλαξ (γενική -κος) + -ιο

Ουσιαστικό

χαρτοφυλάκιο ουδέτερο

  1. (οικονομία) το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων όπως μετοχών, ομολογιών, εργαλείων χρηματαγοράς (π.χ. παράγωγα) και τίτλους ιδιοκτησίας που κατέχει κάποιος
    το χαρτοφυλάκιό του περιέχει κυρίως τίτλους ξένων εταιρειών και ένα μικρό μέρισμα κρατικών ομολογιών
  2. ο τομέας ευθύνης ενός υπουργείου
    • ο κος Χ πήρε το χαρτοφυλάκιο των Οικονομικών
    • υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.