χαρτοπετσέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτοπετσέτα οι χαρτοπετσέτες
      γενική της χαρτοπετσέτας των χαρτοπετσετών
    αιτιατική τη χαρτοπετσέτα τις χαρτοπετσέτες
     κλητική χαρτοπετσέτα χαρτοπετσέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτοπετσέτα < χαρτο- + πετσέτα
μια στοίβα χαρτοπετσέτες

Ουσιαστικό

χαρτοπετσέτα θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις χαρτί και πετσέτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.