napkin

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
napkin (en)
- η πετσέτα (για το στόμα και τα χέρια μετά το φαγητό) ή η χαρτοπετσέτα
- η σερβιέτα
- μαντίλι που φορούν κάποιες γυναίκες για να πάνε στην εκκλησία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.