χαρτομάντης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρτομάντης | οι | χαρτομάντες |
| γενική | του | χαρτομάντη | των | χαρτομαντών |
| αιτιατική | τον | χαρτομάντη | τους | χαρτομάντες |
| κλητική | χαρτομάντη | χαρτομάντες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτομάντης < (καθαρεύουσα) χαρτόμαντις < χαρτιά και μαντεία για να αποδοθεί μάλλον το γαλλικό cartomancie < λατινικά < αρχαία ελληνική χάρτης και μαντεία
Ουσιαστικό
χαρτομάντης αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.