χαρτογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαρτογραφία | οι | χαρτογραφίες |
| γενική | της | χαρτογραφίας | των | χαρτογραφιών |
| αιτιατική | τη | χαρτογραφία | τις | χαρτογραφίες |
| κλητική | χαρτογραφία | χαρτογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτογραφία < cartographie < αρχαία ελληνική χάρτης και γράφω
Ουσιαστικό
χαρτογραφία θηλυκό (για την επιστήμη ο πληθυντικός αδόκιμος)
- η επιστήμη με αντικείμενο τη σύνταξη και τη σχεδίαση χαρτών που αναπαριστούν γεωγραφικά δεδομένα, υδρογραφικά ή γεωλογικά ή απλώς τοπογραφικά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χαρτογραφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.