χαριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαριστικός | η | χαριστική | το | χαριστικό |
| γενική | του | χαριστικού | της | χαριστικής | του | χαριστικού |
| αιτιατική | τον | χαριστικό | τη | χαριστική | το | χαριστικό |
| κλητική | χαριστικέ | χαριστική | χαριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαριστικοί | οι | χαριστικές | τα | χαριστικά |
| γενική | των | χαριστικών | των | χαριστικών | των | χαριστικών |
| αιτιατική | τους | χαριστικούς | τις | χαριστικές | τα | χαριστικά |
| κλητική | χαριστικοί | χαριστικές | χαριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαριστικός < (ελληνιστική κοινή) χαριστικός (ευεργετικός) < χαρίζομαι
Επίθετο
χαριστικός
- που σου δίνεται χωρίς να το αξίζεις, που σου χαρίζεται
- που σου δίνει το τελειωτικό χτύπημα ( από τη φράση χαριστική βολή)
- Τραβούσαν ένα – ένα από το πόδι ή το χέρι και, αν ανάσαινε, του ‘διναν τη χαριστική. Ο Πανταζής που ήταν δίπλα μου με ρώτησε τι είναι αυτή. Του εξήγησα, ότι πρόκειται για χαριστική βολή. Τότε απελπίσθηκε. (Δ. Καλδίρης, "Το δράμα των Καλαβρύτων")
- Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο.(Γ.Ιωάννου, "13-12-43")
Εκφράσεις
- χαριστική βολή: η τελική βολή στο κεφάλι του εκτελούμενου ώστε οιονεί να του "χαρίσει" τον ακαριαίο θάνατο.
Συγγενικά
- χαριστικά ως επίρρημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.