χαλκούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαλκούχος | η | χαλκούχος & χαλκούχα |
το | χαλκούχο |
| γενική | του | χαλκούχου | της | χαλκούχου & χαλκούχας |
του | χαλκούχου |
| αιτιατική | τον | χαλκούχο | τη | χαλκούχο & χαλκούχα |
το | χαλκούχο |
| κλητική | χαλκούχε | χαλκούχε & χαλκούχα |
χαλκούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαλκούχοι | οι | χαλκούχοι & χαλκούχες |
τα | χαλκούχα |
| γενική | των | χαλκούχων | των | χαλκούχων | των | χαλκούχων |
| αιτιατική | τους | χαλκούχους | τις | χαλκούχους & χαλκούχες |
τα | χαλκούχα |
| κλητική | χαλκούχοι | χαλκούχοι & χαλκούχες |
χαλκούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
χαλκούχος, -ος/-α, -ο
- που περιέχει χαλκό (για χημικές ενώσεις και για ορυκτά)
- χαλκοφόρος (για εδάφη)
Μεταφράσεις
χαλκούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.