χαλκούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλκούχος η χαλκούχος
& χαλκούχα
το χαλκούχο
      γενική του χαλκούχου της χαλκούχου
& χαλκούχας
του χαλκούχου
    αιτιατική τον χαλκούχο τη χαλκούχο
& χαλκούχα
το χαλκούχο
     κλητική χαλκούχε χαλκούχε
& χαλκούχα
χαλκούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλκούχοι οι χαλκούχοι
& χαλκούχες
τα χαλκούχα
      γενική των χαλκούχων των χαλκούχων των χαλκούχων
    αιτιατική τους χαλκούχους τις χαλκούχους
& χαλκούχες
τα χαλκούχα
     κλητική χαλκούχοι χαλκούχοι
& χαλκούχες
χαλκούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαλκούχος < χαλκός + -ούχος από το έχω (λόγια λέξη για να αποδοθούν με το έχω αντίστοιχες δυτικοευρωπαϊκές επιστημονικές ορολογίες , κατ' αναλογία προς πρότυπα από την αρχαία ελληνική : πολιοῦχος, δᾳδοῦχος, ῥαβδοῦχος, εὐνοῦχος κ.λπ.)

Επίθετο

χαλκούχος, -ος/-α, -ο

  1. που περιέχει χαλκό (για χημικές ενώσεις και για ορυκτά)
  2. χαλκοφόρος (για εδάφη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.