ῥαβδοῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ῥαβδοῦχος αρσενικό
- δικαστής
- αγωνοδίκης
- ο υπηρέτης που κουβαλούσε τη ράβδο του άρχοντα
- στη Ρώμη εκείνοι που κρατούσαν δέσμη ράβδων
Συγγενικά
- ῥαβδουχέω
- ῥαβδουχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.