χαλκοπόδαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαλκοπόδαρος | η | χαλκοπόδαρη | το | χαλκοπόδαρο |
| γενική | του | χαλκοπόδαρου | της | χαλκοπόδαρης | του | χαλκοπόδαρου |
| αιτιατική | τον | χαλκοπόδαρο | τη | χαλκοπόδαρη | το | χαλκοπόδαρο |
| κλητική | χαλκοπόδαρε | χαλκοπόδαρη | χαλκοπόδαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαλκοπόδαροι | οι | χαλκοπόδαρες | τα | χαλκοπόδαρα |
| γενική | των | χαλκοπόδαρων | των | χαλκοπόδαρων | των | χαλκοπόδαρων |
| αιτιατική | τους | χαλκοπόδαρους | τις | χαλκοπόδαρες | τα | χαλκοπόδαρα |
| κλητική | χαλκοπόδαροι | χαλκοπόδαρες | χαλκοπόδαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαλκοπόδαρος < σχηματίστηκε (κατ' αναλογία προς το ξυλοπόδαρος, βρομοπόδαρος, κατσικοπόδαρος) για να αποδόσει την αρχαία ελληνική χαλκόπους, χαλκο- + -πόδαρος
Επίθετο
χαλκοπόδαρος
- με πόδια σαν από χαλκό, ανθεκτικά, γερά, για μακρινά ταξίδια, για καταδίωξη
- οι χαλκοπόδαρες ερινύες
- με άκρα που έχουν πέταλο από μέταλλο (για ζώα)
- με βάση από χαλκό
- χαλκοπόδαρος τρίποδας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.