κατσικοπόδαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατσικοπόδαρος η κατσικοπόδαρη το κατσικοπόδαρο
      γενική του κατσικοπόδαρου της κατσικοπόδαρης του κατσικοπόδαρου
    αιτιατική τον κατσικοπόδαρο την κατσικοπόδαρη το κατσικοπόδαρο
     κλητική κατσικοπόδαρε κατσικοπόδαρη κατσικοπόδαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατσικοπόδαροι οι κατσικοπόδαρες τα κατσικοπόδαρα
      γενική των κατσικοπόδαρων των κατσικοπόδαρων των κατσικοπόδαρων
    αιτιατική τους κατσικοπόδαρους τις κατσικοπόδαρες τα κατσικοπόδαρα
     κλητική κατσικοπόδαροι κατσικοπόδαρες κατσικοπόδαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατσικοπόδαρος < κατσίκ(α) + -ο- + -πόδαρος

Επίθετο

κατσικοπόδαρος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.