κατσικοπόδαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατσικοπόδαρος | η | κατσικοπόδαρη | το | κατσικοπόδαρο |
| γενική | του | κατσικοπόδαρου | της | κατσικοπόδαρης | του | κατσικοπόδαρου |
| αιτιατική | τον | κατσικοπόδαρο | την | κατσικοπόδαρη | το | κατσικοπόδαρο |
| κλητική | κατσικοπόδαρε | κατσικοπόδαρη | κατσικοπόδαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατσικοπόδαροι | οι | κατσικοπόδαρες | τα | κατσικοπόδαρα |
| γενική | των | κατσικοπόδαρων | των | κατσικοπόδαρων | των | κατσικοπόδαρων |
| αιτιατική | τους | κατσικοπόδαρους | τις | κατσικοπόδαρες | τα | κατσικοπόδαρα |
| κλητική | κατσικοπόδαροι | κατσικοπόδαρες | κατσικοπόδαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κατσικοπόδαρος, -η, -ο
- γκαντέμης, κακότυχος, γρουσούζης
- ※ Η κυρία Αρτεμισία έχει την τάση πάντοτε να με θεωρεί υπεύθυνο για όλα. Με λέει κατσικοπόδαρο (Άγγελος Τερζάκης, Μυστική ζωή, στʹ έκδοση αναθεωρημένη. Αθήνα: Βιβλοπωλείον της Εστίας, 1990. ISBN 960-05-0195-5, σ. 67)
Μεταφράσεις
κατσικοπόδαρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.