ξυλοπόδαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξυλοπόδαρος | η | ξυλοπόδαρη | το | ξυλοπόδαρο |
| γενική | του | ξυλοπόδαρου | της | ξυλοπόδαρης | του | ξυλοπόδαρου |
| αιτιατική | τον | ξυλοπόδαρο | την | ξυλοπόδαρη | το | ξυλοπόδαρο |
| κλητική | ξυλοπόδαρε | ξυλοπόδαρη | ξυλοπόδαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξυλοπόδαροι | οι | ξυλοπόδαρες | τα | ξυλοπόδαρα |
| γενική | των | ξυλοπόδαρων | των | ξυλοπόδαρων | των | ξυλοπόδαρων |
| αιτιατική | τους | ξυλοπόδαρους | τις | ξυλοπόδαρες | τα | ξυλοπόδαρα |
| κλητική | ξυλοπόδαροι | ξυλοπόδαρες | ξυλοπόδαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.jpg.webp)
Ξυλοπόδαροι
Ετυμολογία
- ξυλοπόδαρος < ξυλοπόδαρο + -ος, μορφολογικά αναλύεται ξυλο- + -πόδαρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksi.loˈpo.ða.ɾos/
Συγγενικά
- ξυλοπόδαρο
- → δείτε τις λέξεις ξύλο και πόδι
Μεταφράσεις
ξυλοπόδαρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.