βρομοπόδαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βρομοπόδαρος | η | βρομοπόδαρη | το | βρομοπόδαρο |
| γενική | του | βρομοπόδαρου | της | βρομοπόδαρης | του | βρομοπόδαρου |
| αιτιατική | τον | βρομοπόδαρο | τη | βρομοπόδαρη | το | βρομοπόδαρο |
| κλητική | βρομοπόδαρε | βρομοπόδαρη | βρομοπόδαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βρομοπόδαροι | οι | βρομοπόδαρες | τα | βρομοπόδαρα |
| γενική | των | βρομοπόδαρων | των | βρομοπόδαρων | των | βρομοπόδαρων |
| αιτιατική | τους | βρομοπόδαρους | τις | βρομοπόδαρες | τα | βρομοπόδαρα |
| κλητική | βρομοπόδαροι | βρομοπόδαρες | βρομοπόδαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βρομοπόδαρος < βρομο- + -πόδαρος κατά το βρομοπόδαρο
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾo.moˈpo.ða.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐μο‐πό‐δα‐ρος
- βρωμοπόδαρος
- βρομοποδαράς
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βρομοπόδαρος
|
|
Πηγές
- ?
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.