χαλκεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαλκεύω < αρχαία ελληνική χαλκεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xalˈce.vo/
Ρήμα
χαλκεύω
- κατασκευάζω κάτι χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη το χαλκό
- (μεταφορικά) δημιουργώ, πλάθω
- (μεταφορικά) κατηγορώ κάποιον, πλάθοντας σκευωρίες εναντίον του
- (μεταφορικά) Παραποιώ, διαστρεβλώνω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χαλκεύω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χαλκεύω < αρχαία ελληνική χαλκεύς
Ρήμα
χαλκεύω
- επεξεργάζομαι το χαλκό
- κάνω το επάγγελμα του χαλκέα
- (μεταφορικά) δημιουργώ, κατασκευάζω
- πλαστογραφώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.