χαλκείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλκείο τα χαλκεία
      γενική του χαλκείου των χαλκείων
    αιτιατική το χαλκείο τα χαλκεία
     κλητική χαλκείο χαλκεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλκείο < αρχαία ελληνική χαλκεῖον

Ουσιαστικό

χαλκείο ουδέτερο

  1. χαλκουργείο
  2. (μεταφορικά) χώρος όπου κατασκευάζονται πλαστά στοιχεία, πλαστές ειδήσεις, όπου παραποιείται η αλήθεια και διαμορφώνεται μια πειστική αναλήθεια, πηγή ψευδολογιών, πλαστογραφιών


Σημειώσεις

  • τα Χαλκεία στον πληθυντικό και με κεφαλαίο:
α) αρχαία γιορτή των Αθηναίων για την Αθηνά και μετά για τον Ήφαιστο -παρήκμασε μετά το 350 π.Χ. περίπου
β)έργο του Μένανδρου -μόνον τμήμα έχει διασωθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.