χαλκιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαλκιάς | οι | χαλκιάδες |
| γενική | του | χαλκιά | των | χαλκιάδων |
| αιτιατική | τον | χαλκιά | τους | χαλκιάδες |
| κλητική | χαλκιά | χαλκιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλκιάς < αρχαία ελληνική χαλκεύς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xalˈcas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κιάς
Συγγενικά
- Χαλκιάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
χαλκιάς
|
→ δείτε τη λέξη χαλκουργός |
Αναφορές
- χαλκιάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.