χαλκο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαλκο- < χαλκός

Πρόθημα

χαλκο- ή χαλκό- ή χαλκ-

α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι :
  1. το β΄ συνθετικό σχετίζεται με χαλκό
  2. κάτι έχει το χρώμα ή τις αποχρώσεις του χαλκού

Σύνθετα

  • χαλκέντερος
  • χαλκογόνα
  • χαλκογράφημα
  • χαλκογραφία
  • χαλκογραφικός
  • χαλκογράφος
  • χαλκογραφώ
  • χαλκόδετος
  • χαλκοειδής
  • χαλκόηχος
  • χαλκομανία
  • χαλκόξανθος
  • χαλκοπλάστης
  • χαλκοπλαστική
  • χαλκοπλαστικός
  • χαλκοπράσινος
  • χαλκοτύμπανο
  • χαλκοτυπία
  • χαλκοτυπικός
  • χαλκότυπος
  • χαλκουργείο
  • χαλκουργία
  • χαλκουργικός
  • χαλκουργός
  • χαλκούχος
  • χαλκοφόρος
  • χαλκόχρωμος
  • χαλκοχυτική
  • χαλκωματάδικο
  • χαλκωματάς
  • χαλκωματένιος
  • χαλκωρυχείο
  • χαλκωρύχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.