χαλκεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | χαλκεύς | οἱ | χαλκεῖς - χαλκῆς* επικ: χαλκῆες |
| γενική | τοῦ | χαλκέως | τῶν | χαλκέων |
| δοτική | τῷ | χαλκεῖ | τοῖς | χαλκεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | χαλκέᾱ | τοὺς | χαλκέᾱς |
| κλητική ὦ! | χαλκεῦ | χαλκεῖς - χαλκῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαλκῆ1 ή χαλκεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χαλκέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαλκεύς, -έως αρσενικό
- (επάγγελμα) χαλκιάς, χαλκέας, χαλκουργός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 186 & 4 (Δ), στίχ. 216
- μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες
- η ζώνη κατασκευάστηκε από χαλκουργούς
- μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 186 & 4 (Δ), στίχ. 216
- (επάγγελμα) σιδηρουργός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 3, 4.17 Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- καὶ ὅπλων ὠνίων, οἵ τε χαλκοτύποι καί οἱ τέκτονες καί οἱ χαλκεῖς καί οἱ σκυτοτόμοι καί οἱ ζωγράφοι πάντες πολεμικά ὅπλα κατεσκεύαζον ὥστε τήν πόλιν ὄντως οἴεσθαι πολέμου ἐργαστήριον εἶναι.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ποιητικῆς(w, 1461a Μετάφραση (2008): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- χαλκέας τοὺς τὸν σίδηρον ἐργαζομένους
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 3, 4.17 Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
Συνώνυμα
- χαλκουργός
- χαλκοτύπος
- χαλκοδέμας ίσως μόνον για το ακόνισμα
Πηγές
- χαλκεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαλκεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.